- εξιταλίζω
- καθιστώ βαθμιαία κάποιον Ιταλό ή κάτι ιταλικό, εντάσσω στον ιταλικό τρόπο ζωής και πολιτισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξιταλίζω — εξιτάλισα, εξιταλίστηκα, εξιταλισμένος, μτβ. 1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ιταλό, σε άτομο άλλης εθνικότητας δημιουργώ ιταλική συνείδηση. 2. (για πράγματα), μεταβάλλω κάτι σε ιταλικό. 3. (για γλώσσα), σε λέξη άλλης γλώσσας εμφανίζω γραμματικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιταλισμός — ο [εξιταλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξιταλίζω, η βαθμιαία μετατροπή κάποιου σε Ιταλό, ή πράγματος σε ιταλικό … Dictionary of Greek
εξιταλισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξιταλίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)